σφαχτό

σφαχτό
το см. σφάγιο[ν] 1, 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σφαχτό" в других словарях:

  • σφαχτό — το σφαγμένο ζώο ή αυτό που προορίζεται για σφαγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκνισμα — ἔγκνισμα ( ατος), το (Α) κομμάτι ψητού κρέατος από σφαχτό σε θυσία …   Dictionary of Greek

  • ιερείον — ἱερεῑον, δωρ. τ. ἱαρήϊον, ιων. τ. ἱερήϊον και ἱρήϊον, τὸ (Α) [ιερεύς] 1. το ζώο που σφαζόταν για θυσία («ἐπεὶ οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην», Ομ. Ιλ.) 2. ζώο που σφαζόταν για τροφή, σφαχτό 3. θυσία προς τιμή τών νεκρών …   Dictionary of Greek

  • κουρμπάνι — το (Μ κουρμπάνι) νεοελλ. 1. ζώο που σφάζεται κατά την τουρκική εορτή Κουρμπάν μπαϊράμ 2. (κατ επέκτ.) σφαχτὸ σε γάμο ή σε πανηγύρι 3. παροιμ. «γάμος δεν γίνεται χωρίς κουρμπάνι» τα μεγάλα έργα απαιτούν θυσίες μσν. 1. θυσία 2. θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σφαχτάρι — το, Ν 1. σφάγιο, σφαχτό 2. είδος φτυαριού χρησιμοποιούμενο για ανακίνηση τών ξύλων που καίγονται στον κλίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαχτός, ό + υποκορ. κατάλ. άρι (πρβλ. θρεφτ άρι)] …   Dictionary of Greek

  • σφαχτός — ή, ό / σφακτός, ή, όν, ΝΑ [σφάζω] αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό α) το σφάγιο, το σφαχτάρι β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή …   Dictionary of Greek

  • αλιάνιστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε σε μικρά κομμάτια: Είχαν ακόμη το σφαχτό αλιάνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαχτάρι — το σφαχτό, ζώο σφαγμένο ή που προορίζεται για σφαγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»