σφαχτό
Смотреть что такое "σφαχτό" в других словарях:
σφαχτό — το σφαγμένο ζώο ή αυτό που προορίζεται για σφαγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγκνισμα — ἔγκνισμα ( ατος), το (Α) κομμάτι ψητού κρέατος από σφαχτό σε θυσία … Dictionary of Greek
ιερείον — ἱερεῑον, δωρ. τ. ἱαρήϊον, ιων. τ. ἱερήϊον και ἱρήϊον, τὸ (Α) [ιερεύς] 1. το ζώο που σφαζόταν για θυσία («ἐπεὶ οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην», Ομ. Ιλ.) 2. ζώο που σφαζόταν για τροφή, σφαχτό 3. θυσία προς τιμή τών νεκρών … Dictionary of Greek
κουρμπάνι — το (Μ κουρμπάνι) νεοελλ. 1. ζώο που σφάζεται κατά την τουρκική εορτή Κουρμπάν μπαϊράμ 2. (κατ επέκτ.) σφαχτὸ σε γάμο ή σε πανηγύρι 3. παροιμ. «γάμος δεν γίνεται χωρίς κουρμπάνι» τα μεγάλα έργα απαιτούν θυσίες μσν. 1. θυσία 2. θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σφαχτάρι — το, Ν 1. σφάγιο, σφαχτό 2. είδος φτυαριού χρησιμοποιούμενο για ανακίνηση τών ξύλων που καίγονται στον κλίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαχτός, ό + υποκορ. κατάλ. άρι (πρβλ. θρεφτ άρι)] … Dictionary of Greek
σφαχτός — ή, ό / σφακτός, ή, όν, ΝΑ [σφάζω] αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό α) το σφάγιο, το σφαχτάρι β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή … Dictionary of Greek
αλιάνιστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε σε μικρά κομμάτια: Είχαν ακόμη το σφαχτό αλιάνιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαχτάρι — το σφαχτό, ζώο σφαγμένο ή που προορίζεται για σφαγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)